Ηθελε να γίνει ζωγράφος αλλά έγινε αρχιτέκτονας, αγαπούσε την ποίηση αλλά ήταν φιλόσοφος. Κατηγορήθηκε από άλλους ως παραδοσιακός και από άλλους ως μοντερνιστής. Περίπου μισό αιώνα μετά τον θάνατό του ο Δημήτρης Πικιώνης εξακολουθεί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, να διχάζει. Κάποιοι τον παρεξήγησαν, κάποιοι δεν θέλησαν να τον καταλάβουν και ασφαλώς υπήρξαν άλλοι που τον φοβήθηκαν. Ούτε καν η διεθνής αναγνώρισή του, ιδίως μετά τη διαμόρφωση στην περιοχή της Ακρόπολης, εκτιμήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Ο λόγος; «Γιατί ο Πικιώνης εξακολουθούσε να θεωρείται από κάποιους ο βασικός υπεύθυνος μιας νέας παραδοσιακής “σκηνογραφίας΄΄ στην ελληνική αρχιτεκτονική και το άλλοθι για την αναζήτηση μιας φασματικής και επιζήμιας ελληνικότητας», όπως λέει ο αρχιτέκτονας και μελετητής του έργου του κ. Δημήτρης Φιλιππίδης. Ετσι απαιτήθηκαν δεκαετίες ώσπου, λίγο πριν από την αλλαγή του αιώνα, να αρθούν- και πάλι όχι εντελώς- οι επιφυλάξεις εναντίον του. Η έκθεση που γίνεται τον Δεκέμβριο στο Μουσείο Μπενάκη με όλες τις αρχιτεκτονικές μελέτες και τις ζωγραφικές δημιουργίες του Πικιώνη ανοίγει όμως και πάλι τη συζήτηση γύρω από τον άνθρωπο και το έργο του.
«Το 1958, με αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου, όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της,αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέλα.O Πικιώνης δεν θέλησε ποτέ να τα παρουσιάσει» αναφέρει η κόρη του κυρία Αγνή Πικιώνη, η οποία έχει παραχωρήσει όλο αυτό το υλικό, ζωγραφικό και αρχιτεκτονικό, στο Μουσείο Μπενάκη. Και σήμερα όμως ακόμη, αν δεν υπήρχαν αυτό το περίτεχνο λιθόστρωτο καμωμένο από λογιών λογιών υλικά στου Φιλοπάππου, ο Αγιος Δημήτρης ο Λουμπαρδιάρης και το περίπτερο με θέα την Ακρόπολη, όλα καμωμένα από τον ζωγράφο, αρχιτέκτονα, καθηγητή Πικιώνη, για τον πολύ κόσμο θα ήταν άγνωστο το έργο του. Γιατί εκείνος υπήρξε κυρίως στοχαστής και ερευνητής, όχι ένας επαγγελματίας με την τρέχουσα έννοια του όρου.
Ανθρωπος ιδιόμορφος, προσωπικότητα αντιφατική θεωρείτο ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) από την εποχή ακόμη που ήταν στη ζωή. Μικρόσωμος, με σιγανή φωνή, ένα σβησμένο τσιγάρο μονίμως στα χείλη και με συμπεριφορά ανεπιτήδευτη αλλά και παράξενη, που μόνο καθηγητή δεν θύμιζε, θα πρέπει να προκαλούσε αμηχανία στους συνομιλητές και στους φοιτητές του. Από την άλλη, είναι τεκμηριωμένο ότι αντιμετώπιζε τους πάντες με την ίδια προσοχή και σοβαρότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παιδεία ή την κοινωνική τους θέση.
Ο δάσκαλος
Από την άλλη, αυτός ο οπαδός της περιπατητικής σχολής ήταν και ο μόνος αρχιτέκτονας καθηγητής που έχτιζε δίχως να τοποθετεί την ταμπέλα του, αν και συζητιόταν περισσότερο από όλους. Χρησιμο ποίησε τα υλικά- φυσικά ή τεχνητά, παραδοσιακά ή σύγχρονα- με μια νοοτροπία χειροτεχνική, όπως λέει ο αρχιτέκτονας και μαθητής του κ. Δημήτρης Αντωνακάκης. Το υλικό ήταν εκείνο που τον οδηγούσε, καθώς και ο μάστορας που το χειριζόταν.
Οι φίλοι
«Το 1904 εμπήκα στο Πολυτεχνείο. Ηταν η τάξη του Ορλάνδου, του αείμνηστου Ιωσήφ Πεσταρίνη, που έγινε ένας από τους τέσσεριςπέντε διάσημους ηλεκτρολόγους της εποχής μας και που μαζί του δέθηκα μ΄ αγνή φιλία.Απέναντι στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτούσαν ο Καντζίκης, ο Μπουζιάνης και ο De Chirico. Ο Μπουζιάνης ήταν πολύ άγριος για να τον πλησιάσω.Δεν ανεχόταν μάλιστα τις συχνές και αυθαίρετες επισκέψεις μου στην 7η τάξη όπου δούλευαν.Αντίθετα,με τον De Chirico είχα από τότε στενότατα συνδεθεί,συζητώντας ώρες μακριές κάτω απ΄ τις στοές του Πολυτεχνείου για τη ζωγραφική και τα μελλοντικά σχέδιά μας.Είχα ήδη κάμει τη γνωριμία του Καμπούρογλου και του Περικλή Γιαννόπουλου.Ο πρώτος ήταν ο αθηναίος πρεσβύτης που λες κι εξεπήδησε από αρχαίο ανάγλυφο. O Γιαννόπουλος...Περίμεναν από αυτόν να ΄ναι αυτόπου στην εποχή του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει...».
Αυτός ήταν ο περίγυρος του Πικιώνη στον οποίο θα προσθέτονταν σύντομα ο Παρθένης- που θα γινόταν δάσκαλός του- και αργότερα ο Φώτης Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, με τον οποίο θα ιδρύσουν το περιοδικό «Τρίτο μάτι», ο Αγγελος Σικελιανός, ο Βάλτερ Γκρόπιους, ο Εγγονόπουλος, ο Στέρης, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. «Ενα βράδυ στο Σύνταγμα μου εξήγησε τι ωραία που ήταν τα νεοκλασικά σπίτια το βράδυ με τον λίγο φωτισμό και έλεγε πως ο παλιωμένος σοβάς είναι σαν δέρμα ανθρώπινο» αφηγούνταν ο Γιάννης Τσαρούχης. Φίλοι κι εχθροί θα συνέχιζαν τη συζήτηση για πολύ μετά τον θάνατό του κρατώντας σταθερά τις θέσεις τους. Ισως τώρα, ύστερα από αυτή την έκθεση, να λυθούν οριστικώς οι παρεξηγήσεις. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΙΚΙΩΝΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Διαμόρφωση χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου,ο Αγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης και το Τουριστικό Περίπτερο Φιλοπάππου Παιδική Χαρά, λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου στη Φιλοθέη Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, Λυκαβηττός Οικία Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Γρυπάρη 1 στην Κυπριάδου Οικία Ποταμιάνου, Νιόβης και Β. Παύλου 1 στη Φιλοθέη Πολυκατοικία, Χέυδεν 27, πλατεία Βικτωρίας Οικία Σταματοπούλου, Αγίας Λαύρας και Λασκαράτου στα Πατήσια Ξενοδοχείο «Ξενία» των Δελφών Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
Σάββας Κονταράτος
Ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής
«Για τον Πικιώνη το σχέδιο ήταν ένα εκφραστικό μέσον που όφειλε να αποδίδει εικαστικά τον χαρακτήρα του αρχιτεκτονήματος και του περιβάλλοντος χώρου πριν από την υλοποίησή τους.Στο τέταρτο έτος σπουδών μας,θυμάμαι καλά,μας είχε δώσει ως θέμα τη διαμόρφωση του προκηπίου της έπαυλης Ποταμιάνου στη Φιλοθέη που απασχολούσε και τον ίδιο. Την ημέρα παρουσίασης των εργασιών μας ο Πικιώνης καθισμένος σ΄ ένα σχεδιαστήριο έβλεπε,σχολίαζε χαμηλόφωνα και διόρθωνε ένα ένα τα σχέδια που είχαμε εκπονήσει.Ενας συμφοιτητής μας,όμως,ακραιφνής μοντερνιστής,του παρουσίασε μια κάτοψη του προκηπίου με τα δέντρα σχεδιασμένα σαν απλούς κύκλους.
“Τι είναι αυτά;”ρώτησε ο δάσκαλος.“Δέντρα”απάντησε ο φοιτητής. “Ετσι σχεδιάζονται τα δέντρα;”ξαναρώτησε ο δάσκαλος.Και ο φοιτητής με περισσή αυτοπεποίθηση:“Γιατί όχι;Αφού έτσι προσδιορίζω τη θέση τους,το μέγεθος του φυλλώματός τους και με τη βοήθεια του υπομνήματος το είδος τους”.Ο Πικιώνης,αν και φύσει μειλίχιος,έγινε έξαλλος και αποπήρε τον φοιτητή.Αμέσως μετά σηκώθηκε,κατευθύνθηκε σε μια γούρνα που υπήρχε στο βάθος της αίθουσας,άνοιξε τη βρύση και έβρεξε το κεφάλι του για να συνέλθει.Επιστρέφοντας όμως είπε στον μαθητή του: “Με συγχωρείς, παιδί μου, παραφέρθηκα”.
Ο Πικιώνης συμφωνούσε με αρκετά αιτήματα του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική αλλά απέστεργε ορισμένες ακραίες θέσεις του.Ιδιαίτερα τον ενοχλούσε το δόγμα του φονξιοναλισμού,ότι δηλαδή κατά τον σχεδιασμό ενός αρχιτεκτονήματος το πρωταρχικό μέλημα είναι η σωστή λειτουργία του,από την οποία θα προκύψει λίγο-πολύ αυτόματα και η μορφή του.Εδώ ο Πικιώνης αντέτασσε ως επιχείρημα μια φράση που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου:“Δεν αγαπάς μια γυναίκα για την καλή λειτουργία των σπλάχνων της”».
Δημήτρης Φατούρος
Ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής
«Το Πάσχα του 1952 σε μια εκδρομή στη Μακεδονία μείναμε και πέντε ημέρες στη Θεσσαλονίκη.Από όλες τις εκδοχές που είχαμε για την παραμονή μας εκείνος επέλεξε τη δυσκολότερη.Ενα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής που έχει κατεδαφιστεί σήμερα και στη θέση του χτίστηκε η Πολυτεχνική Σχολή.Ηταν ένα πολύ μικρό δωμάτιο,χαμηλοτάβανο,με δάπεδο από πατημένο χώμα,ήθελε όμως να μείνει εκεί για να μάθει τη λειτουργικότητα ενός τόσο μικρού σπιτιού και πώς ζούν οι άνθρωποι σ΄ αυτό.Το ίδιο καλοκαίρι δούλεψα μαζί με άλλους δύο συμφοιτητές δίπλα στον Πικιώνη για τα χρώματα του ξενοδοχείου του ΕΟΤ στους Δελφούς και αργά τα βράδια κάναμε περιπάτους έξω από το χωριό,στον δρόμο προς την Ιτέα,ακούγοντας τους ήχους του αγροτικού χώρου.Ο Πικιώνης μάς μιλούσε για τα μαντριά με παράδειγμα ένα εκτεταμένο σύνολο λίγο πριν από την Αράχοβα.
Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στην αρχιτεκτονική ο Πικιώνης.
Συνιστά ένα συντακτικό που,ενώ φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στις μορφολογικές,στυλιστικές αναφορές,ωστόσο συχνά τονίζει τις έμμεσες συσχετίσεις του μοντέρνου κινήματος με το διαχρονικό συντακτικό της ελληνικής αρχιτεκτονικής».
Δημήτρης Αντωνακάκης
Αρχιτέκτονας
«Αντίθετα απ΄ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς,ο Πικιώνης είχε χιούμορ.Θυμάμαι πως όταν δούλευα στα έργα της Ακρόπολης,φοιτητής ακόμη,είχα παρακαλέσει κάποιον από τους μαστόρους να μου μάθουν να πελεκώ την πέτρα.Εκείνος ήρθε από πάνω μου και με παρατηρούσε και ξαφνικά λέει:“Πρόσεξε,θα σκοτώσεις κανένα μυρμήγκι και δεν είναι σωστό να πάει από καλέμι”. Η τελευταία φορά που τον είδα πάντως ήταν λίγο προτού πεθάνει.Τον βρήκα μπροστά σ΄ ένα περίπτερο.Ηταν η τρίτη ημέρα της πρώτης αντιστασιακής δίκης.Δικτατορία.Διάβαζε τους τίτλους των εφημερίδων.Μου κράτησε το χέρι.Αισθάνθηκα ότι,όπως κι εγώ,ήταν πολύ συγκινημένος.Θυμάμαι τα λόγια του:“Δεν άφησαν τίποτα όρθιο...Πού πάει πάλι ο τόπος...Τι ντροπή”. Σήκωσε το κεφάλι του,έγειρε πίσω το σκυφτό κορμί και με κοίταξε.Θυμάμαι ακόμη τα μάτια του πελώρια πίσω από τους μεγεθυντικούς φακούς. “Πρέπει να κρατηθούμε”μουρμούρισε και μου έσφιξε το χέρι με απίστευτη για έναν γέροντα δύναμη κάμποση ώρα.Δεν είπαμε άλλο,αν θυμάμαι καλά.Υστερα χάθηκε μες στους περαστικούς μικροκαμωμένος και αδύνατος».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=365504&dt=07/11/2010#ixzz17ynNi9D8
Nessun commento:
Posta un commento